Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας scurry
γ΄ ενικό ενεστώτα scurries
αόριστος scurried
παθητική μετοχή scurried
ενεργητική μετοχή scurrying

  Ρήμα επεξεργασία

scurry (en)

  1. πιλαλώ ταχέως με μικρούς διασκελισμούς (συχνά για μικρό ζώο όμως χρησιμοποιείται και για ανθρώπους), κινούμαι-περπατώ γρήγορα, γοργοπερπατώ
  2. φεύγω τρέχοντας με ελαφρά πηδήματα, ορμώ, σπεύδω
    He scurried up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
    He scurried home.
    Έσπευσε σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rush

  Πηγές επεξεργασία