scribe
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scribe | scribes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- scribe < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική scribere < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kreybʰ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
scribe (en)
- ο γραφέας
Συγγενικά επεξεργασία
σύνθετα ρήματα: (και δείτε τα παράγωγά τους)
Πηγές επεξεργασία
- scribe - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- scribe - Cambridge Dictionary online
- scribe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- scribe - Oxford Learner's Dictionaries