scolastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skɔ.las.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scolastique | scolastiques |
scolastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
scolastique | scolastiques |
scolastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό