scirocco
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- scirocco < ελληνιστική κοινή → δείτε τη λέξη σιρόκος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
scirocco (it) αρσενικό (πληθυντικός scirocchi)
Συγγενικά επεξεργασία
Απόγονοι επεξεργασία
scirocco (ιταλικά)
- ↷ γαλλικά: sirocco
- ↷ νέα ελληνικά: σιρόκος