scatophage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- scatophage < αρχαία ελληνική σκατοφάγος
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scatophage | scatophages |
scatophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
scatophage | scatophages |
scatophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό