satiruso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- satiruso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satiruso | satirusoj |
αιτιατική | satiruson | satirusojn |
satiruso (eo)
- ο σάτυρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satiruso | satirusoj |
αιτιατική | satiruson | satirusojn |
satiruso (eo)