Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

sans réserve (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ανεπιφύλακτος

  Επίρρημα επεξεργασία

sans réserve (fr)

  1. ανεπιφύλακτα