sandale
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sandale < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sandale | sandales |
sandale (fr) θηλυκό
- το σανδάλι
ενικός | πληθυντικός |
sandale | sandales |
sandale (fr) θηλυκό