Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
salique saliques

  Επίθετο επεξεργασία

salique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • σχετικός με τους Φράγκους που έμεναν δίπλα στον ποταμό Sala (τον σημερινό Yssel

Εκφράσεις επεξεργασία

  • loi salique: σύνολο νόμων που εξαιρούσαν τις γυναίκες από την κληρονομιά γαιών