Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sakız < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɑˈkɯz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sa‐kız

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sakız (tr)

  1. η τσίχλα για μάσημα
     συνώνυμα: ciklet
  2. η μαστίχα
     συνώνυμα: mastika, damla sakızı

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. sakız - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν