saison
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- saison < παλαιά γαλλική saison / seson / seison < λατινική satiomem, αιτιατική ενικού του satio < satis
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: σεζόν
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
saison (fr) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- saison - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé