saisissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- saisissement < saisir
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saisissement | saisissements |
saisissement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η λαβή, το άδραγμα
- η μεγάλη εντύπωση, η συγκίνηση
ενικός | πληθυντικός |
saisissement | saisissements |
saisissement (fr) αρσενικό