Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

saisissement < saisir

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
saisissement saisissements

saisissement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η λαβή, το άδραγμα
  2. η μεγάλη εντύπωση, η συγκίνηση