saignée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saignée | saignées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
saignée (fr) θηλυκό
- η αφαίμαξη, η αιμορραγία που προκαλείται για κάποιο λόγο
- η απώλεια ενός τμήματος (υλικού, ουσίας, κ.α.)
- η πτυχή ανάμεσα στον βραχίονα και το αντιβράχιο, εκεί απ' όπου γίνεται η αιμοδοσία
- (μεταφορικά) το χαντάκι για την άρδευση
- η χαραγή ενός τοίχου για το πέρασμα καλωδίων