sacrifier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sacrifier < λατινική sacrificare
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sa.kʁi.fje/
- ⓘ
Ρήμα επεξεργασία
sacrifier (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- sacrificateur - sacrificatrice
- sacrificatoire
- sacrifice
- sacrificiel - sacrificielle
- sacrifié - sacrifiée
Ρήμα επεξεργασία
- αφιερώνομαι εξ ολοκλήρου