sablaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sablaĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sablaĵo | sablaĵoj |
αιτιατική | sablaĵon | sablaĵojn |
sablaĵo (eo)
- το αμμοδοχείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sablaĵo | sablaĵoj |
αιτιατική | sablaĵon | sablaĵojn |
sablaĵo (eo)