Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sabbatique < sabbat

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sabbatique sabbatiques

sabbatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό