Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sałata sałaty
γενική sałaty sałat
δοτική sałacie sałatom
αιτιατική sałatę sałaty
οργανική sałatą sałatami
τοπική sałacie sałatach
κλητική sałato sałaty

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sałata (pl) θηλυκό