Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

séricicole < sérici- + -cole

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
séricicole séricicoles

séricicole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία