séjour
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
séjour | séjours |
séjour (fr) αρσενικό
- η διαμονή, η παραμονή
- (κατ' επέκταση) το καθιστικό (σύντμηση του salle de séjour)
ενικός | πληθυντικός |
séjour | séjours |
séjour (fr) αρσενικό