Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sédimentaire sédimentaires

sédimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ιζηματογενής
  2. προσχωσιγενής