Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
séculaire séculaires

séculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που υπάρχει από πολλούς αιώνες
  2. χρησιμοποιείται με το έτος που κλείνει έναν αιώνα

Συγγενικά επεξεργασία