Ετυμολογία

επεξεργασία
séance plénière → δείτε τις λέξεις séance και plénier

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
séance plénière séances plénières

séance plénière (fr) θηλυκό