ruin
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ruin | ruins |
ruin (en)
- το ερείπιο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | ruin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ruins |
αόριστος | ruined |
παθητική μετοχή | ruined |
ενεργητική μετοχή | ruining |
ruin (en)
- χαλάω, καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι τόσο πολύ που χάνει όλη του την αξία, την ευχαρίστηση κτλ.
- ↪ This incident ruined my mood.
- Αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση.
- ↪ What can ruin a romantic dinner?
- Τι μπορεί να καταστρέψει ένα ρομαντικό δείπνο;
- ↪ This incident ruined my mood.
- καταστρέφω, κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει όλα του τα χρήματα, τη θέση του κτλ.
- ↪ He got mixed up in politics and was ruined.
- Μπερδεύτηκε με τα πολιτικά και καταστράφηκε.
- ↪ He got mixed up in politics and was ruined.