Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rotation rotations

  Ετυμολογία επεξεργασία

rotation < rotate + -ion

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rotation (en)

  1. η περιστροφή
    the rotation of the earth on its axis - η περιστροφή της γης τον άξονά της
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη revolution
  2. η περιτροπή

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁɔ.ta.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rotation (fr) θηλυκό