roso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- roso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roso | rosoj |
αιτιατική | roson | rosojn |
roso (eo)
- (μετεωρολογία) η δρόσος, η δροσιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | roso | rosoj |
αιτιατική | roson | rosojn |
roso (eo)