Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας rope in
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes in
αόριστος roped in
παθητική μετοχή roped in
ενεργητική μετοχή roping in

  Ετυμολογία επεξεργασία

rope in < → δείτε τις λέξεις rope και in

  Ρήμα επεξεργασία

rope in (en)

  • (ανεπίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) μπλέκω, πείθω κάποιον να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα ή να βοηθήσει να κάνει κάτι, ακόμα κι όταν δεν το θέλει
    I was roped in to organizing the trip.
    Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία