Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
root cap root caps

  Ετυμολογία επεξεργασία

root cap < → δείτε τις λέξεις root και cap

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

root cap (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία