Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rimedo < rimed- + -o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rimedo rimedoj
αιτιατική rimedon rimedojn

rimedo (eo)

  1. το μέσο
    oni bezonas grandajn financajn rimedojn - χρειάζονται μεγάλα οικονομικά μέσα
  2. το φάρμακο