Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rigoriste rigoristes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rigoriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που ασκεί μεγάλη αυστηρότητα στη ζωή του για ηθικούς ή θρησκευτικούς λόγους

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη rigueur