Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rififi rififis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rififi (fr) αρσενικό

  1. (αργκό) (παρωχημένο) διένεξη
  2. (μεταφορικά) αναστάτωση, χαλασμός