rife
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | rife |
συγκριτικός | rifer |
υπερθετικός | rifest |
Επίθετο επεξεργασία
rife (en)
- διαδεδομένος, είναι κανόνας, ιδιαίτερα για κάτι βλαβερό ή δυσάρεστο
- ↪ Superstition is still rife in Africa.
- Οι δεισιδαιμονίες είναι ακόμα πολύ διαδεδομένες στην Αφρική.
- ↪ Bribery is rife in public services.
- Η δωροδοκία είναι κανόνας στις δημόσιες υπηρεσίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη widespread
- ↪ Superstition is still rife in Africa.