rifare
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rifare < ri- + fare (κάνω) < λατινική facere, απαρέμφατο του facio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁-
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ρεφάρω, ρέφα
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
rifare (it)
rifare (it)