Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

richesse < riche

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

richesse (fr) θηλυκό

  • στον ενικό
  1. η αφθονία, η πληθώρα, ο πλούτος
  2. η ευπορία,

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη riche