revanche
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- revanche < revenche < se revancher
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
revanche | revanches |
revanche (fr) θηλυκό
- η ρεβάνς
- (μεταφορικά) la revanche de quelqu'un - η επάνοδος
Εκφράσεις επεξεργασία
- en revanche: αντίθετα