retributivism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
retributivism < retributive + -ism
Προφορά επεξεργασία
/rɛˈtrɪbjutɪvɪzm/
Ουσιαστικό επεξεργασία
retributivism
αντεκδικητικό ποινικό σύστημα,
ποινικό σύστημα βασισμένο στην αντεκδίκηση