Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

retraite < retrait

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁə.tʁɛt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
retraite retraites

retraite (fr) θηλυκό

  1. η οπισθοχώρηση, η υποχώρηση
  2. η σύνταξη
  3. ο τόπος απομόνωσης, απομάκρυνσης από τους άλλους
  4. η σμίκρυνση