respiratoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
respiratoire | respiratoires |
Επίθετο επεξεργασία
respiratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη respirer
ενικός | πληθυντικός |
respiratoire | respiratoires |
respiratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό