Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

resort (en)

  1. θέρετρο
  2. ριζόρτ
  3. καταφυγή, προσφυγή

  Ρήμα επεξεργασία

resort (en)

  1. καταφεύγω, προσφεύγω, αναγκάζομαι να επιλέξω μια λιγότερο επιθυμητή λύση
  2. επαναταξινομώ