Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

research (en) (μη μετρήσιμο)

  • η έρευνα
    scientific research - επιστημονική έρευνα
    market research - έρευνα της αγοράς
    They are doing research on the causes of cancer.
    Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
    I’m busy with research.
    Είμαι απασχολημένος με έρευνα.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας research
γ΄ ενικό ενεστώτα researches
αόριστος researched
παθητική μετοχή researched
ενεργητική μετοχή researching

research (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ερευνώ
    The topic hasn’t yet been researched in depth by scholars.
    Το θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.

  Πηγές επεξεργασία