Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
republic republics

  Ετυμολογία επεξεργασία

republic < λατινική res publica

  Ουσιαστικό επεξεργασία

republic (en)

  • (πολιτική) η δημοκρατία (το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα)
    Greece is a republic - η Ελλάδα είναι δημοκρατία