repairman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
repairman | repairmen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
repairman (en) (θηλυκό repairwoman)
- (επάγγελμα) ο συντηρητής
ενικός | πληθυντικός |
repairman | repairmen |
repairman (en) (θηλυκό repairwoman)