remparo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- remparo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | remparo | remparoj |
αιτιατική | remparon | remparojn |
remparo (eo)
- το οχύρωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | remparo | remparoj |
αιτιατική | remparon | remparojn |
remparo (eo)