religious
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | religious |
συγκριτικός | more religious |
υπερθετικός | most religious |
Επίθετο επεξεργασία
religious (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) θρησκευτικός, σχετικά με τη θρησκεία ή με μια συγκεκριμένη θρησκεία
- ↪ religious rules - θρησκευτικές κανόνες
- θρησκευόμενος, θρήσκος, για άτομο που πιστεύει ακράδαντα σε μια συγκεκριμένη θρησκεία και υπακούει στους κανόνες και στα έθιμα της
- (ανεπίσημο) σχολαστικός, επίμονος
- ↪ He is religious about his skincare routine.
- Είναι επίμονος σχετικά με την ρουτίνα περιποίησης δέρματος του.
- ↪ He is religious about his skincare routine.