Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rekordo < rekord- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rekordo rekordoj
αιτιατική rekordon rekordojn

rekordo (eo)

atingi la antaŭan rekordon - φτάνω το προηγούμενο ρεκόρ