Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
reinforced concrete reinforced concretes

  Ετυμολογία επεξεργασία

reinforced concrete < → δείτε τις λέξεις reinforced και concrete

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

reinforced concrete (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία