reign
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reign | reigns |
reign (en)
- η βασιλεία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | reign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reigns |
αόριστος | reigned |
παθητική μετοχή | reigned |
ενεργητική μετοχή | reigning |
reign (en)
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
reign (de)