reduction
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reduction | reductions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
reduction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μείωση
- (χημεία) η αναγωγή
- (μαθηματικά) η απλοποίηση, η επαναδιατύπωση μιας μαθηματικής έκφρασης με απλούστερη μορφή