receveur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- receveur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
receveur | receveurs |
receveur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο φοροεισπράκτορας, ο εφοριακός
- ο εισπράκτορας (λεωφορείου, ...)
- (ιατρική) αυτός που δέχεται αίμα
- (ιατρική) αυτός που δέχεται μέρος ιστού ή ένα όργανο
- ο αποδέκτης ενός ντουζ