realtor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
realtor | realtors |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
realtor (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, επάγγελμα) ο μεσίτης ακινήτων, ο κτηματομεσίτης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο real estate agent