Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας reallocate
γ΄ ενικό ενεστώτα reallocates
αόριστος reallocated
παθητική μετοχή reallocated
ενεργητική μετοχή reallocating

  Ετυμολογία επεξεργασία

reallocate < re- + allocate

  Ρήμα επεξεργασία

reallocate (en)